- καρκαδών
- καρκαδών, ἡ (Α)(κατά τον Φώτιο και το λεξ. Σούδα) ο οβολός που έπαιρνε ως αμοιβή ο Χάρων από τους νεκρούς («καρκαδόνατοῡτο λέγεται Χάρωνος δάνειον συναγόμενον ἐκ τοῡ ὀβολοῡ τοῡ συγκηδευομένου τοῑς τελευτῶσινοὐχ ὡς ἔνιοι πλανώμενοι βοτάνης ὄνομά φασιν εἶναι», Φώτ.).
Dictionary of Greek. 2013.